- τεντιμπόης
- ο, Νβλ. τεντυμπόης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τεντιμπόης — ο πληθ. ηδες (λ. αγγλ.), νεαρός με αντικοινωνικές εκδηλώσεις θρασύτητας και προκλητικότητας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Авлонитис, Василис — Эту статью следует викифицировать. Пожалуйста, оформите её согласно правилам оформления статей … Википедия
τεντυμπόης — και τεντιμπόης, ο, θηλ. τεντυμπόισσα και τεντιμπόισσα, Ν νεαρό άτομο με έντονα αντικοινωνική συμπεριφορά ιδιάζουσας θρασύτητας και βιαιότητας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. teddy boy < Teddy χαϊδευτικό τού Edward + boy «αγόρι». Έτσι ονομάστηκαν οι… … Dictionary of Greek